Επεξηγηματικές σκέψεις για τα Θεοφάνεια και τον Μεγάλο Αγιασμό
Συγγραφέας: Μαρτζούχος π. Θεοδόσιος
«Ἔδωκεν ἡμῖν, μητέρα τήν κολυμβήθραν,
πατέρα τόν ὕψιστον, ἀδελφόν
τόν δι’ ἡμᾶς βαπτισθέντα Σωτῆρα»
Δίδυμος ο Τυφλός (318-398 μ.Χ.)
Θεοφάνεια είναι η φανέρωση στους ανθρώπους του Μυστηρίου του Θεού (της Αγίας Τριάδος) δια του προσώπου του Χριστού (του Ενός της Τριάδος), που ενσαρκώθηκε, έγινε άνθρωπος, και έδειξε τρόπο και δρόμο σωτηρίας (=ολοκλήρωσης) σε μας. Πρώτη κίνηση του Χριστού μετά την κοινωνική του ενηλικίωση [πριν τα τριάντα ένας εβραίος (όπως ο Χριστός κατά σάρκα) μπορούσε να έχει δουλειά και οικογένεια δική του, αλλά δεν μπορούσε να έχει δημόσιο λόγο και παρουσία στα κοινωνικά πράγματα] ήταν να πάει και να βαπτιστεί από τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Δηλαδή ο Χριστός βαπτίζεται για να μας δείξει ότι αλλάζουν τα «φυσικά» δεδομένα, και γίνεται άνθρωπος ο Θεός και αυτός που είναι αόρατος και ακατάληπτος μιλάει μαζί μας! Στα Θεοφάνεια ο Χριστός φωτίζεται και πρέπει να συναστράψουμε! Ο Χριστός βαπτίζεται και πρέπει κι εμείς «να κατεβούμε μαζί του στα νερά», ώστε να ανεβούμε ουσιαστικά.
Χρειάζεται να αφήσουμε τον σφιχτό αυτοεναγκαλισμό της αυταρέσκειας, και να γυμνωθούμε απ’ ό,τι φανταζόμαστε ότι μας καλύπτει και μας προστατεύει.
Χρειάζεται να μπορούμε να πούμε στον εαυτό μας ότι είμαστε τρεπτοί όπως και όλοι οι άλλοι άνθρωποι, και χρειαζόμαστε στήριγμα για το σωστό και καλό.
Χρειάζεται να δούμε στο βάπτισμα του Χριστού, το «ξεσκέπασμα» και την «αποκάλυψη» του τελικού σχεδίου του Θεού για όλο το σύμπαν: Θα σωθεί, ότι βαπτισθεί στην «φωτιά» του Αγίου Πνεύματος, γιατί μόνο έτσι θα «καούν» όλα τα μη υγιή, τα αμαρτωλά και ψευδή στοιχεία μας και θα γίνουμε ουσιαστικά ανθρώπινοι και αυθεντικοί, όταν καθαριστούμε από κάθε αμαρτία.
«Η αμαρτία είναι το μυστήριο του χωρισμού. Το αίσθημα ότι αφ’ ενός είμαστε τόσο κοντά στον παράδεισο μέσα στην ομορφιά του κόσμου, στην εμπιστοσύνη ενός βλέμματος ή στην έκσταση μιας αγάπης, αλλά και ότι συγχρόνως αυτός ο παράδεισος είναι παρ’ όλα αυτά χαμένος, γιατί ακόμα και μια μεγάλη αγάπη κινδυνεύει να καταλήξει σε αποτυχία, όπου δεν είναι πια κανείς τίποτα για τον άλλον, όπου το βλέμμα που μ’ έκανε να ζω πετρώνει… Αυτό είναι η κατάσταση της αμαρτίας και οι σημερινοί άνθρωποι το νιώθουν βαθιά» (Olivier Clement: Taize).
Θεοφάνεια είναι το «κάλλος της κοινωνίας», η ομορφιά της σχέσεως δηλαδή, όπως γράφει ένας αρχαίος μυστικός συγγραφέας, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Στα Θεοφάνεια μας δίνεται η δυνατότητα να ξαναεπικοινωνήσουμε με τον Θεό, που αποκλείσαμε απ’ την ζωή μας, επειδή στα Θεοφάνεια ο Θεός εμφανίζεται, όχι απλώς σαν άνθρωπος όπως εμείς, αλλά σαν αμαρτωλός που χρειάζεται το βάπτισμα, όσο και μεις.
Για τον εορτασμό τους, η συνήθεια στην Εκκλησία επέβαλε κάθε κοινότητα χριστιανών να τελεί, μια φορά την Ευχαριστία, σε κάθε εικοσιτετράωρο. Αυτό ήταν και είναι όρος «απαράβατος». Εξαίρεση εξ αρχής σ’ αυτόν τον γενικώς ισχύοντα κανόνα ήταν οι δύο μέγιστες γιορτές: των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Και όταν τα Χριστούγεννα «έσπασαν» και σε δεύτερη γιορτή ανεξάρτητη, των Θεοφανείων (πριν γιορταζόταν μαζί Χριστούγεννα-Επιφάνεια), τότε ίσχυσε και για τα Θεοφάνεια το ΔΥΟ φορές η Ευχαριστία το ίδιο εικοσιτετράωρο. Και αυτό θεσπίστηκε προκείμενου να συνειδητοποιηθεί από τους χριστιανούς το «μέγεθος» και το «βάρος» των γιορτών αυτών. Γι’ αυτό λοιπόν αποφασίστηκε να τελείται ΔΥΟ φορές η Θ. Ευχαριστία. Μια φορά το απόγευμα της παραμονής (ως γνωστόν, Βιβλικά και Λειτουργικά η «ημέρα» αρχίζει από το εσπέρας) σε συνάρτηση με την εναρκτήρια ακολουθία του Εσπερινού (Παννυχίδα-Vigil) και μία με την ακολουθία του Όρθρου της εορτής (π.χ. Λειτουργία του Πάσχα – Easter Mass) το πρωί της κυριωνύμου ημέρας.
Την παραμονή των εορτών των Χριστουγέννων, Θεοφανείων, Πάσχα, οι χριστιανοί νηστεύουν κάνοντας (έτσι πρέπει, και γινόταν… κάποτε!!) μια γενική νηστεία προσμονής.
Τέλειωνε η νηστεία και άρχιζε ο εορτασμός, με την επίσημη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Όταν η παραμονή ήταν Κυριακή και απαγορευόταν, λόγω του Αναστάσιμου χαρακτήρα της, η νηστεία-ασιτία, τότε η επίσημη λειτουργία γινόταν το πρωί με τον όρθρο της κυριώνυμης ημέρας. Στην γιορτή των Θεοφανείων, λοιπόν, μετά την ολοήμερη σχεδόν νηστεία της παραμονής, οι Χριστιανοί έπιναν το νερό του Βαπτίσματος (αγιασμό), προς επαναβεβαίωση των υποσχέσεων του δικού τους Βαπτίσματος. Απόηχος είναι η ρύθμιση από τον πνευματικό, όταν κάποιος έχει κάνει θανάσιμο αμάρτημα που τον αποκόπτει από την Εκκλησία και τη μετοχή στην Ευχαριστία, ανεξαρτήτως εποχής, να «κοινωνεί» Μεγάλο Αγιασμό προς συνειδητοποίηση και ανάμνηση των υποσχέσεων του Βαπτίσματός του.
Όμως, παρά την άγνοια και τις τόσες αλλοιώσεις που έχουν υπεισέλθει, για την Εκκλησία του Χριστού τα Θεοφάνεια είναι υπομνηστικά των δυνατοτήτων που μας δίνει ο Χριστός βαπτιζόμενος. Ο Αγιασμός που πίνουμε είναι υπομνηστικό των υποσχέσεων και υποχρεώσεων που αναλάβαμε δια του βαπτίσματος, τις οποίες πρέπει να αναγνωρίσουμε με τη θέλησή μας τώρα πλέον, συνειδητά. «Ἐπαινοῦμεν τούς κατά προαίρεσιν ἀγαθούς, οὐ τούς ἀπό τινος ἀνάγκης ἐξειργουμένους», δηλαδή, επαινούμε αυτούς που είναι καλοί από επιλογή, όχι αυτούς που από κάποια πίεση ή ανάγκη υποχρεώνονται να είναι καλοί. Δεν είναι ο αγιασμός των Θεοφανείων νερό με ευλογία απλώς, όπως ο ονομαζόμενος αγιασμός της πρωτομηνιάς ή αυτός που ευλογούμε σε σπίτια και καταστήματα ή άλλες ευκαιρίες. Ο αγιασμός των Θεοφανείων-Βαπτίσματος: «οὐχ ἁπλῶς ἀποσμήχει τό σκεύος, ἀλλ’ ὁλόκληρον αὐτό ἀναχωνεύει πάλιν», δηλαδή, «δεν καθαρίζει εξωτερικά, απλώς σκουπίζοντας τις ακαθαρσίες του ανθρώπου, αλλά ολόκληρο τον ξαναδημιουργεί».
Αν, δεν έχουμε διάθεση μιας στοιχειώδους θυσίας (νηστεία μιας μέρας) για να πιούμε, γιορτάζοντας τα Θεοφάνεια, τον αγιασμό του Βαπτισματικού ύδατος, πώς μπορούμε να συζητάμε για επαναβεβαίωση του Βαπτίσματός μας; Σ’ αυτή την περίπτωση, όλα γίνονται φολκλόρ, ο αγιασμός αποκόπτεται από το βάπτισμα και γίνεται «ευσεβής μαγικός ζωμός», και οι αφελείς ψευτοευλάβειες επιτρέπουν την μετάληψή του, χωρίς νηστεία!
Σ’ αυτή τη γιορτή, όπως και σε άλλες, πολλά είναι τα σύμβολα για τα οποία είναι χρήσιμη η σοφή προειδοποίηση του Μ. Βασιλείου ότι η διαφορά συμβόλου και αισθητού σημείου είναι τόση, «ὅση ἄν γένοιτο ὀνείρου πρός ἀλήθειαν καί σκιᾶς καί εἰκόνων, πρός τά κατ’ οὐσίαν ὑφεστηκότα» (Μ. Βασιλείου: περί Αγ. Πνεύματος), δηλαδή όση η διαφορά του ονείρου προς την πραγματικότητα, και της σκιάς και των εικόνων προς τα πράγματα που όντως υφίστανται.