Γιώργος Κουτσοδιάκος :Ο κρύος , ο ζεστός και ο χλιαρός
«Κύριε μου…
συγχώρεσε και μένα τον αμαρτωλό,
όπου σε βαρύνω κάθε στιγμή»
Στρατηγός Μακρυγιάννης
Ρίχνοντας κάποιες ματιές στην Βίβλο θα συναντήσουμε την κατάσταση της θερμομετρικής πνευματικότητας , αυτό δηλαδή που θα μπορούσε να διαγνωστεί και ως κατάσταση θερμοκρασίας της σωματοψυχής. Δεν ανιχνεύεται με την συγκεκριμένη ορολογία στα βιβλία της Καινής Διαθήκης, ωστόσο φωτογραφίζεται έντονα σε ορισμένα σημεία της.
Στο κείμενο της Αποκάλυψης , παρουσιάζεται ο Χριστός -ως ο Αμήν- δίνοντας εντολή στον Απόστολο Ιωάννη να γράψει απευθυνόμενος στον τοπικό άγγελο της -έβδομης και τελευταίας κατά σειρά επιστολών- Εκκλησίας της Λαοδικείας τα εξής : «Ξέρω καλά τα έργα σου: δεν είσαι ούτε κρύος ούτε ζεστός. Μακάρι να ήσουν κρύος ή ζεστός! Επειδή όμως δεν είσαι ούτε κρύος ούτε ζεστός αλλά χλιαρός, γι’ αυτό θα σε ξεράσω από το στόμα μου». 1
Τα λόγια αυτά ηχούν αρκετά βαριά σε πρώτη ανάγνωση , χρειάζεται όμως να καταλάβουμε γιατί τα απευθύνει ο Χριστός στον τοπικό άγγελο (βλ. επίσκοπο) και κατ’ επέκταση σε ολόκληρο το Εκκλησιαστικό σώμα τότε και τώρα. Οι λόγοι που συντρέχουν ίσως να μην είναι αυτοί που μπορεί να έχουμε κατά νου ή να φανταζόμαστε , αλλά οι ακριβώς αντίθετοι. Λίγο παρακάτω και στο ίδιο κείμενο ξεκαθαρίζουν κάπως τα πράγματα: «Καυχιέσαι πως είσαι πλούσιος, πως απόχτησες μεγάλη περιουσία, πως δεν έχεις ανάγκη από τίποτε». 2
Το βασικό πρόβλημα του αγγέλλου/επισκόπου καθώς και της τοπικής εκκλησίας, δείχνει να είναι η πνευματική του(ς) αυτάρκεια. Ένα πρόβλημα που λίγο νωρίτερα το είχε διακρίνει και ο απόστολος Παύλος όταν απευθυνόμενος στους Κορινθίους τους γράφει : «Νιώθετε κιόλας χορτάτοι έχετε κιόλας αποκτήσει τα προσδοκώμενα πλούτη, χωρίς εμάς τους αποστόλους νιώθετε κιόλας σαν βασιλιάδες μέσα στο βασίλειο του Θεού!». 3
Ο άγγελος φαίνεται να καυχιέται και για την αφεντιά του και για την Εκκλησία της Λαοδικείας. Ατενίζανε από τα πάνω προς τα κάτω, σκαρφαλωμένοι στον σβέρκο του Αγίου Πνεύματος επιδεικνύοντας τα επίπεδα των πνευματικών χαρισμάτων τους. Αντασφαλισμένοι στην βεβαιότητα ότι ο Χριστός, βλέποντας αυτήν την ζεστασιά τους στα πνευματικά, θα τους επιβραβεύει αδιάκοπα με ανάλογα και μεγαλύτερα.
Ο Κύριος τελικά έρχεται και αποκαλύπτει την πραγματική θερμοκρασία του αγγέλου και του απευθύνεται με καταφατικές εντολές : «Να αγοράσεις… να ντυθείς….ν ΄ αλείψεις…να αποκτήσεις… δείξε ζήλο…μετανόησε…» 4, σαν να πρόκειται για άνθρωπο που δεν είχε απολύτως καμία χάρη επάνω του. Πόσες φορές έχουμε βρεθεί εμείς οι εκκλησιαστικοί άνθρωποι σε παρόμοια φάση θερμομέτρησης για το πότε νομίζουμε ότι νιώθουμε πνευματικά καλά με την σωματοψυχή μας και σε ποιες από τις τρεις παραπάνω θερμοκρασίες νιώθουμε «ασφαλείς» ή αγνοούμε ότι κινδυνεύουμε; Μπορεί να είναι αρκετά σαφή τα λόγια πως οι χλιαροί τελικά ξερνιούνται , το ερώτημα όμως εξακολουθεί να υπάρχει: ποιοι είναι οι χλιαροί ;
Ο άγγελος καυχιόταν για την πλούσια και ζεστή πνευματικότητά του χωρίς την υποψία κρυάδας. Δεν φαίνεται πουθενά να εξομολογήθηκε την χλιαρότητά του. Αν και του είχαν δοθεί περιθώρια αυτογνωσίας, η πτώση ήρθε με την ανεξομολόγητη χλιαρότητα του! Όσοι είμαστε πεπεισμένοι ότι το Άγιο Πνεύμα κατευθύνει την ζωή μας και ότι γινόμαστε αυτόματα φορείς του, ικανότατοι στα πνευματικά, χρειάζεται να δούμε αν μπορέσαμε έστω και για μια φορά να γίνουμε μια γέφυρα ελέους και συμπόνιας για κάθε εν Χριστώ αδελφό, εντός και εκτός των εκκλησιαστικών μας ορίων. Η θερμοκρασία της πνευματικότητάς κρίνεται από τη στάση που παίρνουμε καθημερινά απέναντι σε άλλους συνανθρώπους μας. Μια θερμή πνευματικότητα που ζητάει να πέσει φωτιά από τον ουρανό για να κάψει τους εκτός των ορίων της αγάπης μας, δεν είναι σίγουρα θερμή αλλά εγκληματικά παγερή.
Ωστόσο, αν αυτή η εξομολογητική χλιαρότητα ζητάει να πέσει από τον ουρανό φωτιά για να κάψει την ίδια και όχι τους γύρω της, τότε είναι μια πνευματικότητα έτοιμη να βάλει τον εαυτό της επάνω στον θυσιαστήριο του ελέους, αναγνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να υπάρξει θυσιαστήριο χωρίς την απαραίτητη προϋπόθεση του θυσιαζόμενου προσώπου. 5
Στην αυτάρκεια της πνευματικής μας ζεστασιάς υπάρχει περίπτωση να είμαστε αρκετά αδιάκριτοι ή ακόμα χειρότερα, σχεδόν οι κατήγοροι των αδελφών που νομίζουμε ότι ζούνε στην χλιαρότητα, Τους τσεκάρουμε σε τόπο και χρόνο λειτουργικό σαν ανέκφραστοι και ψυχροί απουσιολόγοι μέσα σε εμπαθείς αγωνίες και λογισμούς του τύπου : εκνευρίζονται με το παραμικρό; Καταφέρνουν να κάνουν οικογένεια; Ή ακόμα χειρότερα, γιατί δεν καταφέρνουν να κάνουν παιδιά; Γιατί έχουνε συνέχεια οικογενειακά καβγαδάκια που τους ακούει όλο το τετράγωνο (τι ντροπή! ), γιατί δεν σταθεροποιούνται σε μια δουλειά ή γιατί δεν πάει καλά η επιχείρηση τους; Γιατί δεν περάσανε τα παιδιά τους στις πανελλαδικές εξετάσεις; Γιατί δεν πάει καλά η υγεία τους κ.ο.κ ; Ανυποψίαστοι και χοντρόπετσοι, δεν τολμάμε να δούμε ότι αυτή η «ζεστή» στάση μας είναι που κρατάει παγωμένους, σχεδόν νεκρούς τους αδελφούς μας. Όχι μόνο δεν τους έχουμε στηρίξει έστω και για μια στιγμή της ζωής τους, αλλά βάζουμε και τρικλοποδιές από τις οποίες δεν μπορούν να συνέλθουν για να σηκωθούν και να περπατήσουν . Αυτή η πνευματικά ζεστή –σχεδόν καυτή- έγνοια μας είναι που μας σέρνει από την μύτη οδηγώντας τους αδελφούς μας σε αδιέξοδα και εμάς στην χλιαρότητα και την ψυχρότητα . Αλήθεια πόσο καλά νομίζουμε ότι ξέρει τα έργα μας Αυτός που είναι το φώς; Για πόσο νομίζουμε ότι μπορούμε να κρυφθούμε από τους άλλους ανθρώπους και πόσο ικανοί είμαστε να τους κοροϊδέψουμε για την πνευματική μας θερμοκρασία; Έχουμε υποψιαστεί πως το έργο της Εκκλησίας μπορεί να γίνεται καλύτερα από όσους εμείς θεωρούμε χλιαρούς;
Κάποτε μια νεαρή κοπέλα που νόμιζε πως ήταν χλιαρή συζητούσε με έναν νεαρό άνδρα που ήταν σίγουρος ότι ήταν πνευματικά ζεστός. Η κοπέλα κάποια στιγμή εκφράζει εξομολογητικά την χλιαρότητά της και ότι περνάει μια δύσκολη γι’ αυτήν περίοδο. Από την άλλη μεριά, ο νεαρός άνδρας που διάβαζε καθημερινά τις Γραφές, τους πατέρες, τους βίους των αγίων, που νόμιζε ότι προσευχόταν αρκετά και πίστευε ότι είχε πάρει στα ζεστά τον Θεό, δείχνει να τα χάνει με την καρδιακή εξομολόγηση της κοπέλας και αρχίζει να διερωτάται για το ποιος από τους δυο τελικά περπατάει στην ευθεία οδό και πλησιάζει την ποθητή θερμοκρασία. Η εξομολογητική χλιαρότητα της νεαρής κοπέλας είναι αυτή που θα ανοίξει τα αυτιά της ώστε να μπορέσει να ακούσει τον Χριστό όταν θα της χτυπάει την πόρτα για να του ανοίξει και να έρθει να δειπνήσει Αυτός (ο Αμήν!) μαζί της και αυτή μαζί Του,6 εναγκαλιζόμενη τον ποθούμενο Θεό, ο Οποίος διψά να διψάτε και αγαπά ν’ αγαπάται.
Η χλιαρότητα όμως, απομονωμένη και ξεκομμένη από την εξομολογητική μας διάθεση, δεν είναι μια κατάσταση επιβραβεύσεως που μπορεί να θεωρηθεί κατόρθωμα ή πλεονέκτημα. Ωστόσο, μπορεί να λειτουργήσει ως ευλογία και όχι ως κατάρα σε αυτόν που θα την προσφέρει με άδεια αλλά καθαρά χέρια, στο πρόσωπο του κάθε πληγωμένου αδελφού, του σταυρωμένου Χριστού.
Η εξομολογητική χλιαρότητά είναι μια θερμοκρασία της σωματοψυχής που μπορεί να λειτουργήσει ιαματικά και αναγεννητικά για εμάς και τους γύρω μας. Αν μπορούσαμε να γίνουμε εξομολογητικά χλιαροί θα μπορούσαμε να δροσιστούμε με την λεπτή αύρα του Αγίου Πνεύματος μέσα στο καύμα της προσωπικής μας ερήμου και να φανούμε δόκιμοι τότε, όταν θα είμαστε σε θέση να ζεστάνουμε τις χειμωνιάτικες καρδιές των πληγωμένων αδελφών μας, προετοιμάζοντας τες έτσι για την άνοιξη των εσχάτων της Βασιλείας του Χριστού. Ας έχουμε υπόψη, ότι οι θερμοκρασίες του ζεστού , του κρύου και του χλιαρού ποτέ δεν είναι σταθερές και δεδομένες για κανέναν από εμάς. Αν θερμομετρηθούμε, θα καταλάβουμε ότι όλοι μας μπαλατζάρουμε διαρκώς ανάμεσα στο ζεστό , το κρύο και το χλιαρό. Γι’ αυτό το λόγο, θα χρειαστεί να είμαστε αληθινοί σε κάθε ιατρική διάγνωση που μας αφορά. «Επομένως, όποιος νομίζει ότι στέκεται καλά στα πόδια του, καλύτερα ας προσέχει να μην πέσει».
πηγή Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ