Ο Άγιος Σεραφείμ γεννήθηκε στο Κούρσκ της Ρωσίας το 1759. Οι γονείς του, Ισίδωρος και Αγάθη, αν και πλούσιοι, ήταν άνθρωποι ευσεβείς. Το κοσμικό όνομα του Αγίου ήταν Πρόχορος Μοσνίν, προς τιμήν του Αγίου Προχόρου, ενός εκ των επτά διακόνων. Ο πατέρας του πέθανε ενώ ο μικρός Πρόχορος ήταν μόλις 4 ετών. Η μητέρα του με τα λόγια της αλλά κυρίως με το παράδειγμά της έγινε πια η μοναδική νυμφαγωγός της ψυχής του. Από μικρός ο Άγιος έδειξε ότι διέθετε μία ψυχή πλούσια σε χαρίσματα. Γι’ αυτό και ήδη από τη νηπιακή του ηλικία έχουμε μια σειρά από παρεμβάσεις της θείας Πρόνοιας που βρήκε ως κατοικητήριο την αγνή του καρδιά.
Σε ηλικία 7 ετών η μητέρα του τον πήρε μαζί της στο πανύψηλο καμπαναριό του Αγίου Σεργίου που κτιζόταν και εκείνος καθώς έτρεχε έπεσε από αυτό το ύψος και ενώ η έντρομη μητέρα του έτρεχε περιμένοντας να αντικρύσει το παιδί της νεκρό, εκείνο ως δια θαύματος δεν είχε πάθει τίποτα. Αλλά και όταν ήταν σε ηλικία 10 ετών αρρώστησε τόσο βαρειά που ήταν βέβαιο ότι θα πέθαινε, η ίδια η Παναγία του εμφανίσθηκε και του υποσχέθηκε ότι θα τον θεραπεύσει. Και πραγματικά λίγες ημέρες μετά, η λειτάνευση της θαυματουργικής εικόνας της Παναγίας του Κούρσκ περνούσε κάτω από το σπίτι των Μοσνίν και η μητέρα του Αγίου τον πήρε στην αγκαλιά της και τον έβγαλε έξω για να την προσκυνήσει. Αμέσως ο άγιος έγινε καλά και έκτοτε πολύ ευλαβείτο την Παναγία μας.
Η αγάπη του για τον Θεό ήταν ολοκληρωτική εκ κοιλίας μητρός. Μελετούσε καθημερινά και με δίψα την αγία Γραφή, το Ψαλτήρι και το Ωρολόγιο και όλα τα Πατερικά βιβλία. Λαχταρούσε με όλη την δύναμη της ψυχής του να βρίσκεται συνεχώς στον οίκο του Θεού γι’ αυτό και έτρεχε με δίψα ψυχής στις ιερές ακολουθίες. Όταν αργότερα η εργασία του δεν του επέτρεπε να παρακολουθεί καθημερινά την Θεία Λειτουργία και τον Εσπερινό πήγαινε πολύ πρωί μόνο στον Όρθρο και κατόπιν ξεκινούσε για την δουλειά του.
Μια καρδιά τόσο αφοσιωμένη στον Θεό δεν ήταν δυνατόν παρά να ποθήσει την ολοκληρωτική αφιέρωσή της στον ουράνιο Νυμφίο. Μέρα με την ημέρα, χρόνο με τον χρόνο, τον νεαρό Πρόχορο ένοιωθε να τον τραβά όλο και περισσότερο η κλήση για τον μοναχικό βίο. Δεν λαχταρούσε τίποτα περισσότερο από το να αφιερώσει όλη του την ψυχή, την καρδιά και την διάνοια, κατά την εντολή του Θεού, σ’ Εκείνον. Όταν λοιπόν έφθασε η ώρα για την επιλογή του τόπου που θα γινόταν το πεδίο των θαυμαστών πνευματικών του καμάτων, συμβουλεύτηκε τον Άγιο Δοσίθεο τον Έγκλειστο στην Λαύρα του Κιέβου, ο οποίος τον συμβούλευσε να πάει στο Σαρώφ. Γύρισε για λίγο στην πατρίδα του στο Κούρσκ ίσα-ίσα για να αποχαιρετήσει τούς δικούς του. Η ημέρα του αποχωρισμού ήταν δύσκολη και συγκινητική για μητέρα και γιο. Του έδωσε λοιπόν την ευχή της και έναν χάλκινο σταυρό που ο Πρόχορος φορούσε φανερά στο στήθος του για να του θυμίζει τις μοναχικές υποσχέσεις του. Ο νεαρός Πρόχορος φανερά συγκινημένος, με δάκρυα στα μάτια αποχαιρέτησε την αγαπημένη του μητέρα και ξεκίνησε σε ηλικία 19 χρονών, για την παλαίστρα της μοναχικής του πορείας, για το Σαρώφ.
Το Κοινόβιο της Ερήμου του Σαρώφ ιδρύθηκε το 1706 από τον μεγαλόσχημο ιερομόναχο Ιωάννη ο οποίος ήταν γνωστός για τον πνευματικό του αγώνα και τις μεγάλες δοκιμασίες που περνούσε. Ο Πρόχορος έφθασε στο Σαρώφ στις 20 Νοεμβρίου του 1778 όταν Ηγούμενος ήταν ο πράος και ταπεινός ιερομόναχος Παχώμιος, ο οποίος αμέσως διέκρινε την μοναχική κλίση του νεαρού και τον συμπάθησε. Τον δέχτηκε λοιπόν στην τάξη των δοκίμων και τον έβαλε κάτω από την υπακοή του Γέροντος Ιωσήφ, που είχε το διακόνημα του οικονόμου. Ο Πρόχορος τηρούσε τούς μοναχικούς του κανόνες με ζήλο. Ήταν πρόθυμος και γι’ αυτό έγινε αγαπητός σε όλους. Υπηρέτησε σε όλα τα διακονήματα, στο αρτοποιείο σαν προσφοράρης, κατόπιν στο ξυλουργείο, μετά σαν αφυπνιστής, δηλαδή περιερχόταν τα κελλιά των μοναχών και κτυπώντας την πόρτα τούς ειδοποιούσε για την έναρξη της ακολουθίας, μετά ως εκκλησιαστής κ.λπ. Το καθημερινό του πρόγραμμα ήταν έτσι οργανωμένο που να μπορεί να αντιμετωπίζει τούς πολλούς πειρασμούς και τις θλίψεις. Μελετούσε Αγία Γραφή πάντα σε στάση προσευχής, το Ψαλτήρι αλλά και πολλά Πατερικά και ασκητικά βιβλία.
Ήδη όμως από νωρίς η ψυχή του νεαρού αγωνιστή διψούσε για την έρημο. Η έρημος του Σαρώφ ήταν αρκετά μακρυά από το Μοναστήρι και συχνά κατέφευγαν εκεί πολλοί πατέρες για να συνεχίσουν την σκληρή ασκητική ζωή τους στα βάθη της. Εκεί κατέφυγε με την ευχή του Γέροντά του και ο Πρόχορος. Κοντά στην φύση η ψυχή του παραδιδόταν απερίσπαστη στην προσευχή και ανυψωνόταν όλο και περισσότερο σε μία μυστική ένωση με τον Θεό. Η άσκησή του γινόταν όλο και αυστηρότερη με σκληρή νηστεία και εντονότερη προσευχή.
Για τρία χρόνια περνά, κατά παραχώρηση του Θεού, μια σκληρή δοκιμασία. Το 1780 αρρωσταίνει βαρειά, πιθανότατα από υδρωπικία, και το σώμα του γεμίζει πληγές και πρήζεται και μένει ακίνητος στο κρεβάτι. Κλαίει από τούς πόνους αλλά ούτε λέξη γογγυσμού και παράπονου δεν βγαίνει από το στόμα του. Παραδίδεται ψυχή και σώματι στον Ιησού Χριστό και ζητά από τον Γέροντά του να μεταλάβει των αχράντων Μυστηρίων. Την ώρα της Θείας Λειτουργίας εμφανίσθηκε στο κελλί του η Θεοτόκος μέσα σε άρρητο φως, με τούς Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη. Τον έδειξε με το χέρι της λέγοντας “Αυτός είναι από την γενιά μας”. Κατόπιν αφού ακούμπησε το χέρι της στο κεφάλι του, άρχισε όλο το υγρό που είχε μαζευτεί στο σώμα του από την αρρώστεια, να τρέχει από μία τρύπα που σχηματίσθηκε στη δεξιά του πλευρά. Όλοι απόρησαν για την ταχύτατη ανάρρωσή του μετά την μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων. Εκείνος με την εμφάνιση της Υπεραγίας Θεοτόκου δυνάμωσε στην πίστη και στην ελπίδα για την πρόνοια του Θεού.
Σ’ εκείνον ακριβώς τον χώρο της θαυματουργικής θεραπείας του χτίστηκε ιερός ναός που τα έξοδά του ανέλαβε να διεκπεραιώσει με εράνους ο Πρόχορος.
Η περίοδος της δοκιμασίας διήρκησε οκτώ χρόνια και ο νεαρός Πρόχορος κρίθηκε ότι ήταν πλέον έτοιμος να γίνει μοναχός.
Στις 13 Αυγούστου του 1786 έγινε η μοναχική του κουρά και πήρε το όνομα Σεραφείμ δηλαδή φλογερός, αφού το χαρακτηριστικό του ήταν η ένθερμη αγάπη του και ο ζήλος του προς τον Ιησού. Τον Οκτώβριο του ιδίου χρόνου χειροτονείται διάκονος. Επί επτά χρόνια μέχρι την χειροτονία του σε ιερέα υπηρετεί το άγιο θυσιαστήριο με διπλάσια φλόγα και αγάπη Θεού. Οι δοκιμασίες και οι θλίψεις μόλις και μετά βίας μπορούν να τον αγγίξουν. Η καρδιά του έχει πλησιάσει τόσο πολύ τον Θεό… Η Θεία Πρόνοια τον ενισχύει και τον δυναμώνει με θαυμαστές εμφανίσεις της Θεοτόκου, των Αγίων, των αγγέλων, ακόμα και του Κυρίου μας, ειδικά την ώρα της Θείας Λατρείας. Αυτές όμως οι οπτασίες αντί να τον ρίχνουν σε εγωισμό τον έκαναν όλο και πιο ταπεινό, παραδομένο ολοκληρωτικά στην σκέψη του Θεού που αγαπούσε μ’ όλη την δύναμη της ψυχής του.
Η ερημιά τον τραβούσε όλο και περισσότερο αφού του έδινε την ευκαιρία της απρόσκοπτης και πολύωρης προσευχής. Όταν λοιπόν το 1793 συμπλήρωσε τα 34 χρόνια της ζωής του και χειροτονήθηκε ιερέας, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1793, αποσύρθηκε μονίμως στην έρημο, διπλασιάζοντας τούς πνευματικούς του αγώνες και οδηγούμενος με την νηστεία, την εγκράτεια, την απομόνωση και προπαντός την προσευχή στην κορυφή της πνευματικής τελειώσεως. Το ερημητήριό του μάλιστα έγινε με θαυμαστό τρόπο, άβατο, δηλαδή απροσπέλαστο σε γυναίκες και κατόπιν για όλους. Ο όσιος προσευχόταν στον Θεό να του δείξει αν είναι το θέλημά Του να μην τον επισκέπτεται κανείς στην σκήτη του. Και πράγματι ένα πρωί που πήγαινε στο μοναστήρι του για να παρακολουθήσει την Θεία Λειτουργία βρήκε το μονοπάτι του φραγμένο με ψηλά, απροσπέλαστα έλατα ,που έπλεκαν σε ένα πυκνό φράχτη τα κλαδιά τους.
Απομονωμένος λοιπόν από όλους και με το νου αποκλειστικά στραμμένο στον Θεό συνεχίζει την αυστηρή μοναχική του πορεία. Λεπτομέρειες της σκληρής ασκητικής του ζωής γνωρίζει μόνον ο Θεός.
Όσα ξέρουμε είναι εκείνα τα λίγα που είδαν οι γείτονές του συνασκητές, στα κλεφτά μέσα από τον πυκνό φυσικό φράχτη του ερημητηρίου του. Η νηστεία του ήταν πολύ αυστηρή και τρεφόταν μόνον με λίγα λαχανικά που καλλιεργούσε ο ίδιος. Η ενδυμασία του, χειμώνα- καλοκαίρι η ίδια, ένα τριμμένο άσπρο λινό ζωστικό. Προς το τέλος της ζωής του τρεφόταν αποκλειστικά με ένα χόρτο που για τον χειμώνα το ξέραινε και τρεφόταν με λιγοστό από αυτό.
Μέρα με την ημέρα ο πόλεμος του διαβόλου γίνεται όλο και πιο έντονος. Αλλά και ο όσιος εντείνει και αυτός τον αγώνα. Μεταξύ του κελλιού του και της Μονής βρίσκεται μία τεράστια πέτρα. Κατά το παράδειγμα των στυλιτών ο Άγιος προσεύχεται γονατιστός επί της πέτρας για χίλιες ημέρες και χίλιες νύχτες. Ήταν μία άσκηση που χρειαζόταν μεγάλη αντοχή, πνευματική και σωματική. Την τηρούσε όμως με άκρα μυστικότητα που απεκαλύφθη λίγες ημέρες πριν την κοίμησή του. Η καρδιά του προσηλωμένη αποκλειστικά στον Θεό γέμισε από Εκείνον, καθώς ένοιωθε να τον βοηθά σ’ αυτό η Θεία Χάρις.
Ο διάβολος λυσσομανά θέλοντας να τον διώξει από την έρημο. Κάποτε μέσα στο δάσος, ενώ έκοβε ξύλα, δέχτηκε την επίθεση τριών ληστών που τον κακοποίησαν τόσο άσχημα που όλοι πίστεψαν ότι θα πεθάνει. Μισοπεθαμένος και μέσα σε φριχτούς πόνους έφτασε στο Μοναστήρι του. Οι γιατροί που τον εξέτασαν διέγνωσαν ότι είχε το κεφάλι και τα πλευρά του σπασμένα, το στήθος ήταν ποδοπατημένο και είχε πολλές θανάσιμες πληγές σ’ όλο το σώμα του. Δεν μπορούσε ούτε να φάει, ούτε να κοιμηθεί. Μια βραδιά του εμφανίσθηκε η Υπεραγία Θεοτόκος και από τότε άρχισε να αισθάνεται καλύτερα. Αρνήθηκε την βοήθεια των γιατρών και παραδόθηκε εξ’ ολοκλήρου στον γιατρό των ψυχών και των σωμάτων, στον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Αμέσως μετά το όραμα οι δυνάμεις του άρχισαν να επανέρχονται.
Τον Μάιο του 1810 επιστρέφει, μετά από 15 χρόνια στην έρημο, στο Μοναστήρι. Νέο στάδιο αγώνων γίνεται το παλιό του κελλί. Ακολουθεί την έγκλειστη ζωή, μιμούμενος αυτή την φορά όχι τούς στυλίτες, αλλά τούς εγκλείστους αγίους πατέρες. Μένει διαρκώς στο κελλί του χωρίς να μιλά σε κανέναν. Σ’ αυτό τον βοήθησε η άσκηση της σιωπής που τήρησε για τρία χρόνια στην έρημο. Τηρεί φυσικά αυστηρότατη νηστεία με ελάχιστο ψωμί η λίγο λάχανο. Σε μία βδομάδα διάβαζε όλη την Καινή Διαθήκη, την Δευτέρα το κατά Ματθαίον, την Τρίτη το κατά Μάρκον, την Τετάρτη το κατά Λουκάν, την Πέμπτη το κατά Ιωάννην, την Παρασκευή, το Σάββατο και την Κυριακή τα υπόλοιπα, δηλαδή τις Πράξεις, τις Επιστολές και την Αποκάλυψη. Πέντε χρόνια μετά ανοίγει για όλους την πόρτα του κελλιού του. Ήδη έχει φτάσει σ’ εκείνα τα πνευματικά ύψη που τίποτα και κανείς δεν μπορεί να τον αποσπάσει από την σκέψη του Θεού. Γίνεται πηγή πνευματικού πλουτισμού και όσοι τρέχουν κοντά του βρίσκουν τον πνευματικό οδηγό που τούς γεμίζει από την χαρά του αγίου Πνεύματος, με την οποία ο ίδιος κατακλύζεται. ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΧΑΡΑ ΜΟΥ, ήταν ο καθημερινός χαιρετισμός του Αγίου.
Ενα βράδυ μετέφερε μία μεγάλη πέτρα και την τοποθέτησε κοντά στο Ιερό του ναού της Κοιμήσεως. Σ’ αυτό το σημείο ακριβώς τοποθετήθηκαν τα άγια λείψανά του, μετά τον θάνατό του. Η πέτρα άλλωστε που τοποθέτησε εκεί ο Άγιος ήταν το σημάδι του προορατικού του χαρίσματος, γιατί σήμαινε το τέλος της έγκλειστης ζωής του και τον επικείμενο θάνατό του.
Η ζωή του Αγίου ειδικά αυτήν την περίοδο είναι πλούσια τόσο σε πνευματικές νουθεσίες και διδαχές όσο και σε αναρίθμητα θαύματα. Έτρεχαν από παντού να τον συμβουλευθούν και να ακούσουν τις θεόπνευστες διδαχές του. Για μοναχούς και μοναχές, για νέους και για γέρους, για όλη την Ρωσία, αλλά και για ανθρώπους πέρα από τα σύνορά της, ο Άγιος Σεραφείμ είναι ο Στάρετς, είναι ο πνευματικός οδηγός, ο Απόστολος του Χριστού.
Ο Άγιος δίδασκε τούς χριστιανούς να μένουν σταθεροί στην αλήθεια των ορθοδόξων δογμάτων και έφερνε σαν παράδειγμα τον μακάριο Μάρκο Εφέσου, τον άκαμπτο υπερασπιστή της ορθοδόξου πίστεως στην σύνοδο της Φλωρεντίας. Συχνά μιλούσε για την ουσία της Ορθοδοξίας και την ανάγκη να την υπερασπίζουμε από τούς αιρετικούς. Τόνιζε ότι μόνο αυτή περιέχει την αλήθεια της πίστεως του Χριστού σε πληρότητα και καθαρότητα.
Γενικά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των λόγων και της συμπεριφοράς του ήταν η αγάπη και η ταπείνωση.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Ο Άγιος χαριτώθηκε από τον Κύριο μας και την Θεοτόκο με το προορατικό, διορατικό και ιαματικό χάρισμα. Πολλοί άρρωστοι έφταναν στο Σαρώφ με την ελπίδα στραμμένη στον ταπεινό Άγιο του Θεού και δεν διαψεύδονταν. Έφευγαν θεραπευμένοι από τον Όσιο που είχε ήδη από αυτή την ζωή την χάρη των ιάσεων.
Αμέτρητα είναι τα περιστατικά με τις θαυματουργικές επεμβάσεις του Αγίου. Χιλιάδες άνθρωποι έγιναν καλά κοντά του, με τις προσευχές του, τόσο όσο ζούσε όσο και μετά τον θάνατό του ακόμη και μέχρι τις ημέρες μας.
Κάποτε, αναφέρεται στον βίο του, ένας κτηματίας από την περιοχή του Νούτς που απέχει μόλις σαράντα βέρστια από το Σαρώφ, ονόματι Μιχαήλ Βασιλίεβιτς Μοτοβίλωφ, αρρώστησε στην Λιφλανδία όπου βρισκόταν για στρατιωτική υπηρεσία. Τότε η φήμη του πατρός Σεραφείμ ως ιαματικού είχε απλωθεί σε όλα τα περίχωρα του Σαρώφ. Απεφάσισε λοιπόν και ο Μοτοβίλωφ να ζητήσει από αυτόν την θεραπεία του. Πήγε στην Μονή το 1823, βασταζόμενος στα χέρια των ανδρών του. Μόλις τον είδε ο Στάρετς τον ρώτησε τρεις φορές: -Πιστεύεις σταθερά στον Θεό; Σε κάθε ερώτηση εκείνος απαντούσε: – Πιστεύω ακράδαντα. Τότε ο Όσιος πήρε λάδι από το καντήλι της Παναγίας η οποία ονομαζόταν “Πάντων θλιβομένων η Χαρά” και άλειψε τα άρρωστα μέλη. Αμέσως όλα τα καύκαλα που σκέπαζαν το σώμα του έπεσαν. Ο Μοτοβίλωφ υγιής πια σηκώθηκε μόνος του και βγήκε από το κελλί του Στάρετς. Από τότε τον επισκεπτόταν πολύ συχνά και δημιουργήθηκε μεταξύ τους στενός σύνδεσμος.
Στις 6 Απριλίου του 1827 η Αλεξάνδρα Βαρθολομαίου Τιμοθέεφ Λεμπεντίν αρρώστησε με φοβερούς σπασμούς και εμετούς. Ύστερα από πολλές άκαρπες προσπάθειες των γιατρών να την θεραπεύσουν αποφάσισε να αφήσει την θεραπεία της στα χέρια του Θεού. Ο γιατρός της άλλωστε την διαβεβαίωσε ότι μόνον σ’ Αυτόν μπορούσε πια να ελπίζει. Στις 11 Ιουνίου του 1827 είδε στον ύπνο της μια άγνωστη ηλικιωμένη γυναίκα με βαθουλωμένα μάτια που της είπε: Γιατί υποφέρεις και δεν αναζητάς γιατρό; Η Αλεξάνδρα τρόμαξε και άρχισε να κάνει τον σταυρό της. “Μην με φοβάσαι, είπε η γυναίκα, είμαι και γω άνθρωπος, μόνο που ανήκω στο βασίλειο των κεκοιμημένων. Σήκω από το κρεβάτι και πήγαινε γρήγορα στη Μονή του Σαρώφ”. – Ποια είσαι εσύ και από που; τόλμησε να ρωτήσει η ασθενής. – Είμαι η Αλεξάνδρα, η πρώτη Ηγουμένη της Μονής του Ντιβέγιεβο. Το πρωί ξεκίνησε μαζί με τούς δικούς της για το Σαρώφ. Η άρρωστη πλησίασε στο κελλί του πατρός Σεραφείμ και είπε την ευχή. Εκείνος άνοιξε την πόρτα, την πήρε από το χέρι και την οδήγησε μέσα. Εκεί φόρεσε το πετραχείλι του, προσευχήθηκε ήσυχα στον Κύριο και στην Θεοτόκο και της έδωσε αντίδωρο, αγίασμα και τρία κομμάτια ζάχαρη. – Να τρως κάθε μέρα ένα κομμάτι ζάχαρη και να πίνεις αγίασμα, της είπε. Να πας επίσης στον τάφο της δούλης του Θεού Αλεξάνδρας, να κάνεις όσες μετάνοιες μπορείς και πάρε και λίγο χώμα από τον τάφο της. Η Αλεξάνδρα συμπάσχει για την ασθένειά σου και επιθυμεί να θεραπευθείς. Όταν αισθάνεσαι την λύπη να σε κυριεύει τότε να κάνεις την ακόλουθη προσευχή: “Πάτερ Σεραφείμ θυμήσου με στις προσευχές σου και παρεκάλεσε για μένα την αμαρτωλή, ώστε να μην με ξαναρίξει σ’ αυτήν την αρρώστεια ο εχθρός του Θεού”. Από τότε η ασθενής ένοιωσε να φεύγει από πάνω της κάθε αδυναμία και μνημόνευε τον Άγιο που την έκανε καλά.
Ο ίδιος ο Όσιος συζητώντας μία ημέρα με κάποιον πατέρα του εκμυστηρεύθηκε ότι είχε παρακαλέσει τον Θεό να θεραπεύει το νερό της πηγής του ασθένειες. Έτσι εξηγούνται οι μέχρι και σήμερα ακόμα ιαματικές ιδιότητες της πηγής του Οσίου. Το νερό αυτό δεν μουχλιάζει όσο καιρό κι αν μείνει μέσα σε κάποιο σκεύος κλειστό. Κανείς άλλωστε, όσο κι αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει τις θαυματουργικές ιδιότητες της πηγής. Όποιος λουζόταν με αυτό θεραπευόταν. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και κανείς δεν έπαθε ποτέ ψύξη όποιον καιρό κι αν πλενόταν στην πηγή που έγινε πηγή αμέτρητων ιάσεων τόσο τον καιρό που έζησε ο Άγιος όσο και σήμερα.
Από την πηγή αυτή του Αγίου, έχουμε φέρει αγίασμα, το οποίο παίρνουν οι πιστοί που έρχονται ως ευλαβείς προσκυνητές στο Μοναστήρι του, εδώ στο Τρίκορφο Δωρίδος, και πλείστοι έχουν θεραπευθεί από διάφορες ασθένειες, καρκίνους, καρδιά, ατεκνία κ.λπ.
Πολλές θαυματουργίες του Αγίου έγιναν σε ανθρώπους που είχαν δαιμόνιο και τούς τυραννούσε. Τούς δαιμονισμένους ο Όσιος τούς θεράπευε με την παρουσία του, τον Σταυρό του και την προσευχή του.
ΠΗΓΗ FREE MONKS