Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Θ´ 1 – 38
1 Και παράγων είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής· 2 και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες· Ραββί, τίς ήμαρτεν, ούτος η οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή;
3 απεκρίθη Ιησούς· Ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ. 4 εμέ δεί εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με έως ημέρα εστίν· έρχεται νύξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι. 5 όταν εν τώ κόσμω ώ, φως ειμι του κόσμου. 6 ταύτα ειπών έπτυσεν χαμαί και εποίησε πηλόν εκ του πτύσματος, και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού 7 και είπεν αυτώ· Ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, ο ερμηνεύεται απεσταλμένος. απήλθεν ούν και ενίψατο, και ήλθε βλέπων. 8 Οι ούν γείτονες και οι θεωρούντες αυτόν το πρότερον ότι τυφλός ην, έλεγον· Ουχ ούτός εστιν ο καθήμενος και προσαιτών; 9 άλλοι έλεγον ότι ούτός εστιν· άλλοι δε ότι όμοιος αυτώ εστιν. εκείνος έλεγεν ότι εγώ ειμι. 10 έλεγον ούν αυτώ· Πως ανεώχθησάν σου οι οφθαλμοί; 11 απεκρίθη εκείνος και είπεν· Άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισέ μου τους οφθαλμούς και είπέ μοι· ύπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίψαι· απελθών δε και νιψάμενος ανέβλεψα. 12 είπον ούν αυτώ· Που εστιν εκείνος; λέγει· Ουκ οίδα. 13 Άγουσιν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. 14 ην δε σάββατον ότε τον πηλόν εποίησεν ο Ιησούς και ανέωξεν αυτού τους οφθαλμούς. 15 πάλιν ούν ηρώτων αυτόν και οι Φαρισαίοι πως ανέβλεψεν. ο δε είπεν αυτοίς· Πηλόν επέθηκέ μου επί τους οφθαλμούς, και ενιψάμην, και βλέπω. 16 έλεγον ούν εκ των Φαρισαίων τινές· Ούτος ο άνθρωπος ουκ έστι παρά του Θεού, ότι το σάββατον ου τηρεί. άλλοι έλεγον· Πως δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν; και σχίσμα ην εν αυτοίς. 17 λέγουσι τώ τυφλώ πάλιν· Σύ τί λέγεις περί αυτού, ότι ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; ο δε είπεν ότι προφήτης εστίν. 18 ουκ επίστευον ούν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ην και ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τους γονείς αυτού του αναβλέψαντος19 και ηρώτησαν αυτούς λέγοντες· Ούτός εστιν ο υιός υμών, όν υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη; πως ούν άρτι βλέπει; 20 απεκρίθησαν δε αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον· Οίδαμεν ότι ούτός εστιν ο υιός ημών και ότι τυφλός εγεννήθη· 21 πως δε νύν βλέπει ουκ οίδαμεν, η τίς ήνοιξεν αυτού τους οφθαλμούς ημείς ουκ οίδαμεν· αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. 22 ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τους Ιουδαίους· ήδη γάρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. 23 διά τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε. 24 Εφώνησαν ούν εκ δευτέρου τον άνθρωπον ός ην τυφλός, και είπον αυτώ· Δός δόξαν τώ Θεώ· ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστιν. 25 απεκρίθη ούν εκείνος και είπεν· Ει αμαρτωλός εστιν ουκ οίδα· εν οίδα, ότι τυφλός ών άρτι βλέπω. 26 είπον δε αυτώ πάλιν· Τί εποίησέ σοι; πως ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; 27 απεκρίθη αυτοίς· Είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε· τί πάλιν θέλετε ακούειν; μη και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; 28 ελοιδόρησαν αυτόν και είπον· Σύ εί μαθητής εκείνου· ημείς δε του Μωϋσέως εσμέν μαθηταί. 29 ημείς οίδαμεν ότι Μωϋσεί λελάληκεν ο Θεός· τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν. 30 απεκρίθη ο άνθρωπος και είπεν αυτοίς· Εν γάρ τούτω θαυμαστόν εστιν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. 31 οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ’ εάν τις θεοσεβής η και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. 32 εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ήνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου· 33 ει μη ην ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν. 34 απεκρίθησαν και είπον αυτώ· Εν αμαρτίαις σύ εγεννήθης όλος, και σύ διδάσκεις ημάς; και εξέβαλον αυτόν έξω. 35 Ήκουσεν Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτώ· Σύ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού; 36 απεκρίθη εκείνος και είπε· Και τίς εστι, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; 37 είπε δε αυτώ ο Ιησούς· Και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνός εστιν. 38 ο δε έφη· Πιστεύω, Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ.
Ερμηνευτική απόδοση
Καθώς πήγαινε στό δρόμο του ὁ Ἰησοῦς, εἶδε ἕναν ἄνθρωπο πού εἶχε γεννηθεῖ τυφλός. Τόν ρώτησαν, λοιπόν, οἱ μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιός ἁμάρτησε καί γεννήθηκε αὐτός τυφλός, ὁ ἴδιος ἤ οἱ γονεῖς του;» Ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε: «Οὔτε αὐτός ἁμάρτησε οὔτε οἱ γονεῖς του, ἀλλά γεννήθηκε τυφλός γιά νά φανερωθεῖ ἡ δύναμη τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ πάνω σ΄ αὐτόν. Ὅσο διαρκεῖ ἡ μέρα, πρέπει νά ἐκτελῶ τά ἔργα ἐκείνου πού μ΄ ἔστειλε. Ἔρχεται ἡ νύχτα, ὅποτε κανένας δέν μπορεῖ νά ἐργάζεται. Ὅσο εἶμαι σ΄ αὐτόν τόν κόσμο, εἶμαι τό φῶς γιά τόν κόσμο». Ὅταν τά εἶπε αὐτά ὁ Ἰησοῦς, ἔφτυσε κάτω, ἐφτίαξε πηλό ἀπό τό φτύμα, ἄλειψε μέ τόν πηλό τά μάτια τοῦ ἀνθρώπου, καί τοῦ εἶπε: «Πήγαινε νά νιφτεῖς στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ» – πού σημαίνει «ἀπεσταλμένος ἀπό τό Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος, πῆγε καί νίφτηκε καί, ὅταν γύρισε πίσω ἔβλεπε. Τότε οἱ γείτονες κι ὅσοι τόν ἔβλεπαν προηγουμένως ὅτι ἦταν τυφλός, ἔλεγαν: «Αὐτός δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού καθόταν ἐδῶ καί ζητιάνευε;» Μερικοί ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι», ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν: «Ὄχι, εἶναι κάποιος πού τοῦ μοιάζει». Ὁ ἴδιος ὅμως ἔλεγε «Ἐγώ εἶμαι». Τότε τόν ρωτοῦσαν: «Πῶς, λοιπόν, ἄνοιξαν τά μάτια σου;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἕνας ἄνθρωπος πού τόν λένε Ἰησοῦ ἔκανε πηλό, μοῦ ἄλειψε τά μάτια καί μοῦ εἶπε: πήγαινε στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ καί νίψου· πῆγα λοιπόν ἐκεῖ, νίφτηκα καί βρῆκα τό φῶς μου». Τόν ρώτησαν: «Ποῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος;» «Δέν ξέρω», τούς ἀπάντησε. Τόν ἔφεραν τότε στούς Φαρισαίους, τόν ἄνθρωπο πού ἦταν ἄλλοτε τυφλός. Ἡ μέρα πού ἐφτίαξε ὁ Ἰησοῦς τόν πηλό καί τοῦ ἄνοιξε τά μάτια ἦταν Σάββατο. Ἄρχισαν λοιπόν οἱ Φαρισαῖοι νά τό ρωτοῦν πάλι πώς ἀπέκτησε τό φῶς του. Αὐτός τούς ἀπάντησε: «Ἔβαλε πάνω στά μάτια μου πηλό, νίφτηκα καί βλέπω». Μερικοί ἀπό τούς Φαρισαίους ἔλεγαν: «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά εἶναι σταλμένος ἀπό τό Θεό, γιατί δέν τηρεῖ τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου». Ἄλλοι ὅμως ἔλεγαν: «Πῶς μπορεῖ ἕνας ἁμαρτωλός ἄνθρωπος νά κάνει τέτοια σημεῖα;» Καί ὑπῆρχε διχογνωμία ἀνάμεσά τους. Ρωτοῦν λοιπόν πάλι τόν τυφλό: «Ἐσύ τί λές γι΄ αὐτόν; πῶς ἐξηγεῖς ὅτι σοῦ ἄνοιξε τά μάτια;» Κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: «Εἶναι προφήτης». Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως δέν ἐννοοῦσαν νά πιστέψουν πώς αὐτός ἦταν τυφλός κι ἀπέκτησε τό φῶς του, ὥσπου κάλεσαν τούς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου καί τούς ρώτησαν: «Αὐτός εἶναι ὁ γιός σας πού λέτε ὅτι γεννήθηκε τυφλός; Πῶς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οἱ γονεῖς του τότε ἀποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πώς αὐτός εἶναι ὁ γιός μας κι ὅτι γεννήθηκε τυφλός· πῶς ὅμως τώρα βλέπει, δέν τό ξέρουμε, ἤ ποιός τοῦ ἄνοιξε τά μάτια, ἐμεῖς δέν τό ξέρουμε. Ρωτῆστε τόν ἴδιο· ἐνήλικος εἶναι, αὐτός μπορεῖ νά μιλήσει γιά τόν ἑαυτό του». Αὐτά εἶπαν οἱ γονεῖς του, ἀπό φόβο πρός τούς Ἰουδαίους. Γιατί, οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες εἶχαν κιόλας συμφωνήσει νά ἀφορίζεται ἀπό τή συναγωγή ὅποιος παραδεχτεῖ πώς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. Γι΄ αὐτό εἶπαν οἱ γονεῖς του, «ἐνήλικος εἶναι, ρωτῆστε τόν ἴδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, γιά δεύτερη φορᾶ τόν ἄνθρωπο πού ἦταν πρίν τυφλός καί τοῦ εἶπαν: «Πές τήν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι ἁμαρτωλός». Ἐκεῖνος τότε τούς ἀπάντησε: «Ἄν εἶναι ἁμαρτωλός, δέν τό ξέρω· ἕνα ξέρω: πώς, ἐγώ ἐνῶ ἤμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τόν ρώτησαν τότε: «Τί σοῦ ἔκανε; Πῶς σοῦ ἄνοιξε τά μάτια;» «Σᾶς τό εἶπα κιόλας», τούς ἀποκρίθηκε, «ἀλλά δέν πειστήκατε· γιατί θέλετε νά τό ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι ἐσεῖς νά γίνετε μαθητές του;» Τόν περιγέλασαν τότε καί τοῦ εἶπαν: «Ἐσύ εἶσαι μαθητής ἐκείνου· ἐμεῖς εἴμαστε μαθητές τοῦ Μωυσῆ· ἐμεῖς ξέρουμε πώς ὁ Θεός μίλησε στό Μωυσῆ, ἐνῶ γι΄ αὐτόν δέν ξέρουμε τήν προέλευσή του». Τότε ἀπάντησε ὁ ἄνθρωπος καί τούς εἶπε: «Ἐδῶ εἶναι τό παράξενο, πῶς ἐσεῖς δέν ξέρετε ἀπό ποῶ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κι ὅμως αὐτός μοῦ ἄνοιξε τά μάτια. Ξέρουμε πώς ὁ Θεός τούς ἁμαρτωλούς δέν τούς ἀκούει, ἀλλά ἄν κάποιος τόν σέβεται καί κάνει τό θέλημά του, αὐτόν τόν ἀκούει. Ἀπό τότε πού ἔγινε ὁ κόσμος δέν ἀκούστηκε ν΄ ἀνοίξει κανείς τά μάτια γεννημένου τυφλοῦ. Ἄν αὐτός δέν ἦταν ἀπό τό Θεό δέν θά μποροῦσε νά κάνει τίποτα». «Ἐσύ εἶσαι βουτηγμένος στήν ἁμαρτία ἀπό τότε πού γεννήθηκες», τοῦ ἀποκρίθηκαν, «καί κάνεις τό δάσκαλο σ΄ ἐμᾶς;» Καί τόν πέταξαν ἔξω. «Ὁ Ἰησοῦς ἔμαθε ὅτι τόν πέταξαν ἔξω καί, ὅταν τόν βρῆκε, τοῦ εἶπε: «Ἐσύ πιστεύεις στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Καί ποιός εἶναι αὐτός, κύριε γιά νά πιστέψω σ΄ αὐτόν;» «Μά τόν ἔχεις κιόλας δεῖ», τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς. «Αὐτός πού μιλάει τώρα μαζί σου, αὐτός εἶναι». Τότε ἐκεῖνος εἶπε: «Πιστεύω Κύριε», καί τόν προσκύνησε.