ΚΑΤΑΒΑΣΙΕΣ
Ωδή α’
Χερσον αβυσσοτόκον πέδον ήλιος, επεπόλευσέ ποτε· ωσεί τείχος γαρ επάγη, εκατέρωθεν ύδωρ, λαώ πεζοποντοπορούντι, και θεαρέστως μέλποντι. Άσωμεν τω Κυρίω· ενδόξως γαρ δεδόξασται. Μετάφραση Στο στερεό βυθό, που τα ύδατα της αβύσσου κρατεί, άπλωσε κάποτε τις ακτίνες του ο ήλιος, γιατί το νερό πηγμένο υψώθηκε σαν τείχος εκατέρωθεν για να περάσει ο λαός πεζός, θεάρεστα ψάλλοντας: ας αναμέλψουμε ύμνους στον Κύριο, γιατί υπέρμετρη έχει δόξα. ![]() Το στερέωμα, των επί σοι πεποιθότων, στερέωσον Κυριε την Εκκλησίαν, ην εκτήσω, τω τιμίω σου αίματι. Μετάφραση Συ Κύριε, που είσαι η προστασία όλων εκείνων που έχουν εμπιστοσύνη σε Σε, στερέωσε την Εκκλησία, την οποίαν έκαμες δική Σου με το τίμιο αίμα Σου. Ωδή δ’ Ωδή ε’ Ωδή στ’ Ωδή ζ’ Ωδή η’ Ωδή θ’ ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΟΥ ΟΡΘΡΟΥ Ωδή α’
Ρανάτωσαν ύδωρ νεφέλαι· Ήλιος εν νεφέλη γαρ κούφη, εποχούμενος επέστη, ακηράτοις ωλέναις, Χριστός εν τω ναώ ως βρέφος· διο πιστοί βοήσωμεν. Άσωμεν τω Κυρίω· ενδόξως γαρ δεδόξασται.Ισχύσατε χείρες Συμεών, τω γήρα ανειμέναι, και κνήμαι παρειμέναι δε Πρεσβύτου, αυθυβόλως κινείσθε Χριστού προς υπαντήν. Χορείαν συν Ασωμάτοις στήσαντες, άσωμεν τω Κυρίω· ενδόξως γαρ δεδόξασται. Συνέσει ταθέντες ουρανοί ευφράνθητε, αγάλλου δε η γη· υπερθέων γαρ εκ κόλπων, ο τεχνίτης φοιτήσας, Χριστός υπό Μητρός Παρθένου, Θεώ Πατρί προσάγεται, νήπιος ο προ πάντων· ενδόξως γαρ δεδόξασται. Πάρτε δύναμη χέρια του Συμεών αδυνατισμένα από τα γηρατειά και κνήμες εξασθενησμένες του γέροντα ίσια περιπατείτε, για να προϋπαντήσετε τον Χριστό. Και εμείς ας στήσουμε χορό πνευματικό μαζί με τους Αγγέλους και ας ψάλλουμε στον Κύριο ύμνους, γιατί υπέρμετρη έχει τη δόξα. Οι ουρανοί που απλωθήκατε με τη σοφία του Θεού ευφρανθείτε και συ γη αναγάλλιασε. Γιατί ο Χριστός, ο δημιουργός, που από τη θεϊκή αγκαλιά ήρθε στη γη, προσφέρεται από την Παρθένα Μητέρα Του στον Θεό Πατέρα μικρό βρέφος, Αυτός που υπάρχει προ πάντων των αιώνων,, γιατί υπέρμετρη έχει τη δόξα. Ωδή γ’ Νηπιόφρονα, τον γεγονότα απάτη, πρωτόπλαστον έμπαλιν επανορθώσων, Θεός Λογος, νηπιάσας επέφανε. Γης απόγονον, παλινδρομήσασαν ταύτη, Θεότητος σύμμορφον φύσιν ο Πλάστης, ως ατρέπτως νηπιάσας ανέδειξε. Τον απατηθέντα σαν νήπιο στο μυαλό Πρωτόπλαστο, στην προτέρα κατάσταση για να επαναφέρει ο Θεός Λόγος, βρέφος σωματικώς εμφανίστηκε. Τη φύση των ανθρώπων, που προήλθε από τη γη και πάλι σ’ αυτή με το θάνατο επιστρέφει, σύμμορφη με τη δική Του θεότητα ανέδειξε ο Πλάστης, όταν έγινε νήπιο-άνθρωπος, χωρίς να μεταβληθεί η θεϊκή Του υπόσταση.
Ην ήλπισας Συμεών ηλικιώτην βρεφών, χαίρων υπόδεξαι Χριστόν, του lσραήλ του θείου την παράκλησιν, τον νόμου Ποιητήν και Δεσπότην, πληρούντα νόμου τάξιν, κράζων αυτώ· Επλήσθη τα πάντα της σης αινέσεως. Θεώμενος Συμεών Λογον τον άναρχον, μετά σαρκός, ως εν θρόνω Χερουβικώ, Παρθένω εποχούμενον, τον αίτιον του είναι τα πάντα, ως βρέφος, εκπλαγείς εβόα αυτώ· Επλήσθη τα πάντα της σης αινέσεως. Συμεών, να υποδεχτείς το βρέφος την παρηγοριά του νέου Ισραήλ της χάριτος, που είχες την ελπίδα ότι θα δεις, τον Χριστόν, τον Νομοθέτην του Παλαιόυ Νόμου και Κύριο, που εκπληρώνει τις διατάξεις του Νόμου, μεγαλοφώνως λέγοντάς Του, γέμισαν τα σύμπαντα απ’ τη δική Σου δοξολογία. Γεμάτος θαυμασμό βλέποντας ο Συμεών τον Λόγον του Θεού, τον άναρχο, να κάθεται με ανθρώπινη σάρκα στην αγκαλιά της Παρθένου, σαν σε θρόνο χερουβικό, βρέφος τον δημιουργό του σύμπαντος, γεμάτος έκπληξη αναφωνεί σ’ Αυτόν, γέμισαν τα σύμπαντα από τη δόξα Σου. Ωδή ε’ Προκύψας ο Πρεσβύτης, και των ιχνών ενθέως εφαψάμενος, της απειρογάμου και Θεομήτορος, πυρ, έφη, βαστάζεις Αγνή, βρέφος φρίττω αγκαλίσασθαι Θεόν, φωτός ανεσπέρου, και ειρήνης δεσπόζοντα. Ρυπτεται Ησαΐας, του Σεραφίμ τον άνθρακα δεξάμενος, ο Πρέσβυς εβόα τη Θεομήτορι· συ ώσπερ λαβίδι χερσί λαμπρύνεις με, επιδούσα ον φέρεις, φωτός ανεσπέρου, και ειρήνης δεσπόζοντα. Ο πρεσβύτης Συμεών με ευλάβεια έσκυψε και άγγιξε τα ίχνη των ποδών της Παρθένου και Θεόμήτορος λέγοντάς της: Αγνή, βαστάς φωτιά στα χέρια σου και από φόβο τρέμω να αγκαλιάσω βρέφος που είναι Θεός και Κύριος του ανεσπέρου φωτός και της ειρήνης. Προς την Θεομήτορα αναφώνησε ο πρεσβύτης: καθαρίστηκε ο Ησαΐας (από τις αμαρτίες του), όταν δέχτηκε από το Σεραφίμ (Άγγελο) τον θείο εκείνον άνθρακα, το ίδιο και Συ θα λαμπροστολίσεις εμένα, εάν μου δώσεις με τα χέρια σου σαν με λαβίδα Αυτόν που κρατάς, τον Κύριο του ανεσπέρου φωτός και της ειρήνης. Ωδή στ’ Βεβαίως φέρων, τον χαρακτήρα, του προ αιώνων σε φύσαντος, την βροτών δι’ οίκτον, νυν ασθένειαν περιέθου. Υιόν Υψίστου, Υιόν Παρθένου, Θεόν παιδίον γενόμενον, προσκυνήσαντά σε, νυν απόλυσον εν ειρήνη. Συ Χριστέ φέρνοντας αναλλοίωτο τον χαρακτήρα της υποστάσεως του Πατρός Σου, που Σε γέννησε προ των αιώνων, τώρα περιβλήθηκες και την ασθενική φύση των θνητών από φιλανθρωπία. Αφού προσκύνησα Σε τον Υιόν του Υψίστου, και υιόν της Παρθένου, Θεόν που έγινε παιδί-άνθρωπος, τώρα απόλυσέ με από το βίο τούτο εν ειρήνη. Ωδή ζ’ Γενος χοϊκόν ρυσόμενος Θεός, έως του Άδου ήξει, αιχμαλώτοις δε παρέξει πάσιν άφεσιν, και ανάβλεψιν πονηροίς, ως αλάλοις βοήσαι· Ευλογητός, ο Θεός ο των Πατέρων ημών. Και σου την καρδίαν άφθορε, ρομφαία διελεύσεται, Συμεών τη Θεοτόκω προηγόρευσεν, εν Σταυρώ καθορώσης, τον Υιόν ω βοώμεν· Ευλογητός ο Θεός, ο των Πατέρων ημών. Για να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος ο Θεός ως τον Άδη θα φτάσει,, σ’ όλους τους αιχμαλώτους του Διαβόλου την απελευθέρωση θα δώσει, φως στους τυφλούς, στους άλαλους φωνή, ώστε να βοούν: ευλογημένος είσαι Θεέ των Πατέρων μας. Ο Συμεών στη Θεοτόκο προφήτευσε: οξύτατος πόνος σαν σπαθί θα δια περάσει την καρδιά σου αγνή, καθώς θ’ αντικρύσεις τον Υιόν σου στον Σταυρό, στον οποίον αναφωνούμε, ευλογητός είσαι Συ, Θεέ των Πατέρων μας. Ωδή η’ Ιδού, Συμεών ανεβόα, το αντιλεγόμενον σημείον ούτος έσται, Θεός ων και παιδίον, τούτω πίστει μέλψωμεν· Ευλογείτε πάντα τα έργα τον Κυριον, και υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας. Ζωή πεφυκώς ούτος έσται, πτώσις απειθούσι, νηπιάσας Θεός Λογος, ως ανάστασις πάσι, τοις πίστει μέλπουσιν· Ευλογείτε πάντα τα έργα τον Κυριον, και υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας. Ιδού, αναφώνησε ο Συμεών, Αυτός θα είναι το παράδοξο σημείο που θα προκαλέσει αμφισβήτηση, όντας Θεός και παιδί-άνθρωπος. Σ’ Αυτόν με πίστη ας ψάλλουμε, ευλογείτε όλα τα δημιουργήματα τον Κύριο και υπέρμετρα δοξάζετε Αυτόν αιώνια. Αυτός ο Θεός Λόγος, που είναι εκ φύσεως ζωή, με το να γίνει βρέφος-άνθρωπος, θα προκαλέσει στους απίστους πτώση, αλλά ανάσταση σ’ όλους τους πιστούς που ψάλλουν, ευλογείτε όλα τα δημιουργήματα τον Κύριο και υπέρμετρα δοξάζετε Αυτόν αιώνια. Ωδή θ’ Απέδωκάς μοι εβόα Συμεών, του Σωτηρίου σου Χριστέ αγαλλίασιν, απόλαβέ σου τον λάτριν, τον τη σκια κεκμηκότα, νέον της χάριτος, ιεροκήρυκα μύστην, εν αινέσει μεγαλύνοντα. Ιεροπρεπώς ανθωμολογείτο, Άννα υποφητεύουσα, η σώφρων και Οσία, και Πρέσβυρα τω Δεσπότη, εν τω ναώ διαρρήδην, την Θεοτόκον δε ανακηρύττουσα, πάσι τοις παρούσιν εμεγάλυνεν. Χριστέ αναφωνούσε ο Συμεών, Συ μου έδωσες τη μεγάλη χαρά της σωτηρίας, τώρα πάρε με το δούλο Σου από τη ζωή, που απόκαμα περιμένοντας την εκπλήρωση του Νόμου αλλά που μ’ έκανες νέο κήρυκα, γνωστή της χάριτος του Ευαγγελίου Σου για να το κηρύξω στον Άδη δοξολογώντας Σε με ύμνους. Ιεροπρεπώς ευχαριστούσε τον Κύριο η Άννα, ευγνωμονούσα για τη μεγάλη ευεργεσία της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού, η φρόνιμη και οσία γερόντισσα και μέσα στο Ναό διακηρύττοντας σ’ όλους που παρευρίσκονταν εκεί Θεοτόκον την Παρθένα Μητέρα, την δόξαζε. ΠΗΓΗ FREE MONKS |